Ελληνική Ακτοπλοΐα

Περισσότερο από έναν αιώνα ζωής μετρά η Ελληνική Ακτοπλοΐα. Το 1857, ιδρύθηκε η Ελληνική Ατμοπλοΐα στη Σύρο και άρχισαν οι τακτικές γραμμές της ελληνικής ναυτιλίας με πλοία ατμού προς τα νησιά αλλά και προς την ηπειρωτική χώρα τις οποίες ακολούθησαν δέκα ακόμη επιβατικές ακτοπλοϊκές εταιρείες. Το 1907 ιδρύθηκε η Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα, η οποία συνέδεσε για πρώτη φορά τον Πειραιά με τη Νέα Υόρκη.
Στις 30 Απριλίου του 1921 ιδρύθηκε η Πανελλήνιος Ακτοπλοϊκή Ένωσις όπου κατά την πρώτη Γενική Συνέλευση των μελών της, έθεσαν επί τάπητος όλα τα σημαντικά προβλήματα της ελληνικής ακτοπλοΐας, σε μια εποχή κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν επί σχεδόν εννέα ολόκληρα χρόνια σε εμπόλεμη κατάσταση σε διάφορα μέτωπα και η συμβολή της επιβατηγού ναυτιλίας υπήρξε ιστορική.

Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, είχε δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος με τεράστιο ανάπτυγμα ακτών και τα επιβατηγά πλοία αποτελούσαν τα απαραίτητα αλλά και τα μοναδικά εργαλεία γεφύρωσης, που είχε ως αποτέλεσμα την προσθήκη ενός σημαντικού αριθμού πλοίων στον επιβατηγό στόλο. Για τον λόγο αυτό οι πλοιοκτήτες της ακτοπλοΐας αποφάσισαν στις αρχές του 1921 τη δημιουργία μίας Ένωσης προς τον σκοπό της καλύτερης εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους.

Το πρώτο Καταστατικό που είχε συνταχθεί από τις 15 Μαρτίου 1921, εγκρίθηκε από το Πρωτοδικείο Πειραιά στις 19 Μαΐου του ίδιου έτους και σύμφωνα με αυτό δικαίωμα να είναι κανείς μέλος είχε «Πας Έλλην ή εταιρεία οιαδήποτε, ιδιοκτήτης επιβατηγού ακτοπλοϊκού πλοίου χωρητικότητας ολικής άνω των πενήντα κόρων διαχειριζόμενος είτε μη τούτο δύναται να αποτελέσει μέλος» και σκοπός της Ένωσης ήταν «η δια κοινής συνεργασίας μελέτη και εφαρμογή των μέσων προς προστασίαν και προαγωγήν της δρομολογιακής εν γένει συγκοινωνίας επί ευρύτερων βάσεων αναλόγως των τότε συνθηκών προς κοινόν όφελος».

Ο κλάδος της ακτοπλοΐας, αποτελώντας το συνδετικό κρίκο μεταξύ της νησιωτικής περιφέρειας και της ενδοχώρας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανάπτυξη της Ελλάδας και βρίσκεται στην τομή μεταξύ των τουριστικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων.

Σήμερα, η ελληνική ακτοπλοΐα συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες δυνάμεις στην Ευρώπη και στον κόσμο, μεταφέροντας πάνω από 35 εκατ. έλληνες και ξένους ταξιδιώτες σε ετήσια βάση (περιλαμβανομένων των πορθμειακών γραμμών), ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, πάνω από το 7% του παγκόσμιου στόλου της επιβατηγού ναυτιλίας αποτελείται από πλοία που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά.

Η δραστηριότητά της εντάσσεται στο «οικοσύστημα» των κλάδων που υποστηρίζουν τις τουριστικές υπηρεσίες και υπό αυτή την έννοια η συνεισφορά της στην παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών υψηλής ποιότητας αναβαθμίζει το τουριστικό προϊόν της χώρας. Δεδομένης αυτής της σημαντικής διάστασης, οι συνθήκες λειτουργίας της, το θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον που τη διέπουν και, τελικά, η επιχειρηματική αποδοτικότητα των φορέων που συνθέτουν την ακτοπλοΐα απαιτούν διαρκή παρακολούθηση και προσαρμογή στις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Η ακτοπλοΐα συνδέει τα περίπου 120 κατοικημένα νησιά με την ηπειρωτική χώρα σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ταυτόχρονα, εξυπηρετεί τη μεταφορά αγαθών από και προς την υπόλοιπη Ελλάδα, διευκολύνοντας τον αγροτικό τομέα, τη μεταποίηση και το εμπόριο. Συνεπώς η ομαλή λειτουργία της έχει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις για τη χώρα.

Οι κυριότερες υπηρεσίες του ακτοπλοϊκού κλάδου περιλαμβάνουν τη μεταφορά επιβατών και ΙΧ αυτοκινήτων, τη μεταφορά φορτηγών αυτοκινήτων, τις πωλήσεις επί των πλοίων σε εστιατόρια, μπαρ & καταστήματα και (σε μικρότερο βαθμό) τις ναυλώσεις πλοίων.

Δημόσια Ναυτική Εκπαίδευση